- παρατείχισμα
- τὸ, Α [παρατειχίζω]τείχος που κτίστηκε κοντά και παράλληλα σε κάτι («ἤν μή τις τὸ παρατείχισμα τοῡτο πολλῇ στρατιᾷ ἐπελθών ἕλη», Θουκ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρατείχισμα — cross wall neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατειχίσματος — παρατείχισμα cross wall neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)